- Λιψία
- ηπόλη της Γερμανίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λιψία — Πόλη της Γερμανίας. Βλ. λ. Λειψία … Dictionary of Greek
Παππούλιας, Δημήτριος — (Αθήνα 1878 – 1932). Έλληνας νομικός. Διδάκτορας της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1898) και με δεκαετείς σπουδές και έρευνες στο Γκέτινγκεν και στη Λιψία, διορίστηκε το 1911 τακτικός καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική Σχολή του… … Dictionary of Greek
Μέμπιους, Άουγκουστ Φέρντιναντ — (August Ferdinand Mοbius, Σούλπφορντ, Σαξονία 1790 – Λιψία 1868). Γερμανός μαθηματικός και αστρονόμος. Το 1815 ξεκίνησε να διδάσκει αστρονομία στη Λιψία και από το 1844 υπήρξε διευθυντής του αστεροσκοπείου της ίδιας πόλης. Στο έργο Βαρυκεντρικός… … Dictionary of Greek
Παπαγεωργίου, Πέτρος — (Θεσσαλονίκη 1859 – Αθήνα 1914). Έλληνας φιλόλογος. Διδάχθηκε τις εγκύκλιες γνώσεις στη γενέτειρά του και στη συνέχεια φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Μετά το τέλος των σπουδών του, πήγε στη Λιψία, στο Βερολίνο και στην … Dictionary of Greek
Πφέφερ, Βίλχελμ — (Pfeffer, Wilhelm, Κάσελ 1845 – Λιψία 1920). Γερμανός βοτανολόγος. Μετά τις σπουδές του σε διάφορα πανεπιστήμια της χώρας του εξάσκησε αρχικά το επάγγελμα του φαρμακοποιού, για να καταλήξει καθηγητής της βοτανικής στη Βόνη, στη συνέχεια στη… … Dictionary of Greek
Ρέγκερ, Mαξ — (Reger, Μπραντ, Βαυαρία 1873 – Λιψία 1916). Γερμανός συνθέτης. Παράλληλα με τη μακρόχρονη εργασία του ως καθηγητή (δίδασκε πιάνο, αντίστιξη και σύνθεση στο Βισμπάντεν, το Μόναχο και τη Λιψία) και τις εκλεκτές εμφανίσεις του ως πιανίστα, οργανίστα … Dictionary of Greek
Φουκς, Γιόχαν Γκρέγκορ — (Fuchs, Όρτραντ 1650 – Λιψία 1715). Γερμανός αρχιτέκτονας. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους αντιπροσώπους του στιλ μπαρόκ στη Λιψία, πόλη στην οποία ανέπτυξε τη δραστηριότητά του αφού είχε πριν σπουδάσει στη Δρέσδη, όπου πραγματοποίησε τα… … Dictionary of Greek
Μενάγιας, Ιωάννης — (Αργοστόλι 1813 – Μπάντεν, Γερμανία 1870). Φιλόσοφος. Σπούδασε νομικά στην Πίζα και φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη, στη Λιψία και στο Βερολίνο. Το 1838 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας και αισθητικής του πανεπιστημίου της Λιψίας, με τίτλο της… … Dictionary of Greek
Πανταζής — Επώνυμο ιστορικών προσώπων. 1. Δημήτριος. Έλληνας λόγιος(1814 – 1884). Δημοσίευσε περισσότερες από 150 μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και μετέφρασε το αρχαιολογικό λεξικό του Σμιθ. Έγραψε αρχαιολογικό οδηγό της Αθήνας και πολλά… … Dictionary of Greek
Παπαγιαννόπουλος, Νικόλαος — (Δόλιανη Ηπείρου 1859 – Αθήνα 1926). Λόγιος. Αποφοίτησε από τη Ριζάρειο Σχολή και από τη Θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από το 1881 ως το 1883 έζησε στη Γερμανία, όπου έμαθε την εβραϊκή γλώσσα. Γύρισε στην Ελλάδα και δίδαξε σε… … Dictionary of Greek